- πικρόγλυκος
- -η, -ο, Ν1. πικρός και ταυτόχρονα γλυκός, αυτός που έχει πικρή και μαζί γλυκιά γεύση («πικρόγλυκη σάλτσα»)2. δυσάρεστος και μαζί ευχάριστος («πικρόγλυκα μαντάτα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικρόγλυκος — η, ο 1. αυτός που έχει γεύση πικρή και γλυκιά μαζί. 2. μτφ., ο ευχάριστος και δυσάρεστος ταυτόχρονα: Μου έφερες νέα πικρόγλυκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek